- βαγιλίζω
- και βαγιουλίζω και βαϊλίζω και βαγιολίζω (Μ βαγιλίζω)περιποιούμαι, φροντίζωνεοελλ.1. νανουρίζω2. κολακεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαγιλίζω < ουσ. βάγιλος, το δε βαϊλίζω < ουσ. βαΐλας, ενώ το βαγιολίζω < βάγιο, παρετυμολογικά].
Dictionary of Greek. 2013.